Παυσίλυπο

H Έντνα ζούσε μόνη της σ' ένα μικρό και μουντό σπίτι, απογυμνωμένο από χρώματα και συναισθήματα. Οι τοίχοι είχαν βαφτεί με ένα θλιμμένο γκρι, τα έπιπλα ήταν παλιά, σχεδόν σε αποσύνθεση, και τα φαγητά που μαγειρεύονταν στο σπίτι ήταν κάπως άνοστα, ουδέτερα, σχεδόν ανύπαρκτα. Δεν είχε φίλους, παρά μόνο επαφές με μια γειτόνισσα που καμιά φορά της έκανε συντροφιά τα απογεύματα. Ούτε και είχε παντρευτεί, ούτε συνάψει σχέση ποτέ με κανένα. Στα εξήντα χρόνια που ζούσε ποτέ δεν πίστεψε πως θα γυρνούσε κανείς να την κοιτάξει. Κι ακόμη κι όταν αυτό συνέβαινε, εκείνη έμπαινε προς τα μέσα, στο προστατευτικό της καβούκι, κι έπειθε τον εαυτό της πως δεν ήταν έτσι. Η Έντνα ζούσε μια ζωή στερημένη από χαρές αλλά και πίκρες, μια ζωή απομονωμένη και αποστραγγισμένη από κάθε τι ζωντανό. 

---

Ήταν Τετάρτη και έπρεπε να πάει στον οδοντίατρο.

Δε φοβόταν, δεν την άγγιζε τίποτα. Άλλωστε, ήταν ένας απλός καθαρισμός. Περίμενε υπομονετικά στην αίθουσα αναμονής και όταν ήρθε η σειρά της, σηκώθηκε και κάθισε στην καρέκλα κάτω από το μεγάλο φως. Ο γιατρός ήταν ένας κοινωνικός και συμπαθητικός άνθρωπος. Τη ρώτησε πως αισθάνεται, ποια ήταν τα νέα της, της μίλησε για τον καιρό και για κάποιες εκδηλώσεις της πόλης. Η Έντνα δεν ήταν συνηθισμένη να της πιάνουν την κουβέντα, κι έτσι χαμογελούσε ήπια και συγκρατημένα.

Όταν πια ξεκίνησε ο καθαρισμός, κι αφού είχε χρόνια να πάει, η Έντνα πόνεσε πολύ.
Άκουγε τους μεταλλικούς ήχους των εργαλίων στα δόντια της, ένιωθε τα ούλα της να ματώνουν, δε μπορούσε να καταπιεί, τα χείλη της ήταν στεγνά, οι παλμοί της άρχισαν να ανεβαίνουν και το σύστημά της έλεγε "ΚΙΝΔΥΝΟΣ". Εσωτερική ταραχή, φοβίες, πανικός, είχαν ξεκλειδωθεί τα πάντα. Όλα όσα είχε κρύψει βαθιά στο πατάρι του μουντού της σπιτιού, άρχισαν να ξεβράζονται στην επιφάνεια. Συναισθήματα που είχε, ηθελημένα, ξεχάσει ήταν πάλι μπροστά στα μάτια της. Για δύο λεπτά που έμοιασαν αιώνες, η 'Eντνα ζούσε ένα μικρό μαρτύριο. Κάτι που για άλλους είναι μια διαδικασία καθημερινότητας, για εκείνη είχε γίνει ατέλειωτος πόνος. Ένας πόνος που δεν μπορούσε να σταματήσει, που της προκαλούσε κάποιος άλλος, ο οποίος εκείνη τη στιγμή, την ήλεγχε απόλυτα.

Βυθισμένη στο κακό και κάπου ξεχασμένη, ένιωσε στο μάγουλό της το χέρι του γιατρού.
Εκείνος συνέχιζε τη δουλειά του σα να μη συνέβη τίποτα, μα η δική της ψυχή στάθηκε λίγο παραπάνω. Η ζέστη αυτού του χεριού, η σταθερότητά του, κάτι κίνησε μέσα της από παλιά. Είχε μία ανακούφιση αυτό το άγγιγμα. Ένα παυσίλυπο. Ήταν σα μία υπενθύμιση ότι παρά τον πόνο, δεν ήταν μόνη της. 

Ο γιατρός γρήγορα διαισθάνθηκε το φόβο της κι άρχισε να της εξηγεί γιατί έκανε το κάθετι που έκανε. Τα λόγια του έκαναν την ψυχή της αλοιφή. Της έλεγε, για παράδειγμα, πως αυτό το κάνω για να βοηθήσω τα ούλα σου να μην ματώνουν τόσο εύκολα. Πίστεψέ με, δε θέλω να σε πονέσω, αλλά τα ούλα θα δημιουργήσουν καλύτερη προστασία μετά από τον "τραυματισμό" του καθαρισμού.
Όλο αυτό άρχιζε να γίνεται μία εξωπραγματική εμπειρία για την Έντνα. Πρώτη φορά κάποιος της εξηγούσε γιατί την πονάει. Παρά τον πόνο, ένιωθε ασφαλής.

Ενώ εκείνος μιλούσε και τα καθησυχαστικά λόγια του ήταν σα νανούρισμα για τα αυτιά της, η Έντνα πήγε πίσω, πολύ πίσω, όταν ήταν ένα τόσο δα παιδάκι..

~

Ήταν δεν ήταν έξι χρονών όταν ο πατέρας τη χτύπησε για πρώτη φορά.

Ούτε που θυμάται τι έκανε για να αξίζει αυτό το χαστούκι. Ή το κλείδωμα στο δωμάτιό της που ακολούθησε μετά. Το σώμα της, όμως, θυμάται ακόμα την αίσθηση της αναγκαστικής κλεισούρας, τον πόνο, το φόβο και το ατέλειωτο παράπονο.

Γιατί μπαμπά με χτυπάς;
Γιατί με μαλώνεις;
Γιατί δε μ' αγαπάς;


Όλα αυτά σκεφτόταν με το μικρό και απλό της μυαλουδάκι, που κατέγραφε τα πάντα και τα αποθήκευε σε κουτάκια. Κι ενώ δε θυμόταν το πώς ή το γιατί, δε θυμόταν τα συμβάντα που οδηγούσαν στο να πρέπει να τιμωρηθεί, η Έντνα θυμόταν το βαρύ χέρι του πατέρα στο μάγουλό της.
Το σκληρό, ψυχρό του βλέμμα που προμήνυε την καταδίκη της.  

Ο πατέρας, όμως, σε αντίθεση με το γιατρό, ποτέ δεν εξηγούσε. Ο λόγος του ήταν εντολή.
Γιατί το λέω εγώ, συνήθιζε να λέει. Ακόμα κι αν αυτά που έκανε δεν είχαν καμία λογική, η Έντνα έπρεπε να τα αποδέχεται και να μην τα αμφισβητεί. Aν φυσικά δεν ήθελε να τις φάει.

Ένας τιμωρός, πάντα ιδιαίτερα άδικος, που παρερμήνευε τα πράγματα και αρέσκονταν στο να τη βγάζει πάντα σκάρτη.

Ένας τιμωρός. Ο πατέρας. 

Σαν ένας τεράστιος καυτός ήλιος που της έκαιγε τη σάρκα. Αντί για αχτίνες, άπλωνε τις ποινές του, τις βρισιές, τα χέρια του, τα θυμωμένα του σάλια, το κόκκινο βλέμμα του, που πλήγωνε ανεπανόρθωτα έως και το τελευταίο κύτταρο της παιδικής της ψυχής. 


Κι αυτό τη θύμωνε πολύ, αλλά ο θυμός της ήταν παγιδευμένος. Ούτε να το σκεφτεί δε μπορούσε να του βάλει τις φωνές, να υπερασπιστεί τον εαυτό της, να του αντιμιλήσει. Η Έντνα κατάπινε όλον αυτό το θυμό καθημερινά - αφού δεν ήξερε τι να τον κάνει- κι αυτός πήγαινε και φώλιαζε στα σωθικά της σαν παράσιτο. Ο θυμός της γινόταν αυτολύπηση, αυτοκατηγόρια, έλλειψη ενέργειας, κούραση, απάθεια, κατάθλιψη. Ο θυμός της ήταν ένα τέρας που έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί σε αναστολή. Αρκεί να προστατέψει τον πατέρα. Και έτσι και γινόταν, για εξήντα ολόκληρα χρόνια. Και να σου τα εξανθήματα στα χέρια της, οι ημικρανίες, οι ζαλάδες, η απώλεια όρεξης. Το σώμα της κραύγαζε πως κάποιος το κακομεταχειρίζεται. Τότε, ήταν ο πατέρας. Και τώρα, έχοντας πια χάσει τον πατέρα, ο ίδιος της ο εαυτός, που σαν καλά εκπαιδευμένος δικαστής, είχε πάρει τη θέση του κι είχε μάθει να την κατηγορεί για τα πάντα. 



"Όχι! Όχι άλλο", σκέφτηκε και άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν μετά από χρόνια. Δεν την ένοιαξε που θα την έβλεπε ο γιατρός. Ήταν καλός άνθρωπος και θα καταλάβαινε. Η Έντνα δεν ήθελε τίποτα πια να καταπιέσει. Δεν ήθελε πια να ζει στην αυτοσχέδια φυλακή της.

  "Όταν θα λυπάμαι, θα κλαίω, κι όταν θα θυμώνω, θα με προστατεύω",
υποσχέθηκε στο μικρό παιδάκι μέσα της.

"Δεν έφταιγες εσύ, μικρή μου. Ο πατέρας έκανε λάθος. Έκανε λάθος.". 


~

Τελείωσε από το ιατρείο εκείνη τη μέρα σχεδόν άλλος άνθρωπος.
Η φροντίδα του γιατρού της θύμισε τον άλλο της γονιό, τη μάνα της, που την αγκάλιαζε για καληνύχτα και της φιλούσε το μέτωπο. Θυμήθηκε πως σε αυτόν τον σκληρό κόσμο, υπάρχει κι η αγάπη.
Και πως αυτή είναι το παυσίλυπό της.

Ευχαρίστησε το γιατρό για τον δικαιολογημένο πόνο και την αδικαιολόγητα γλυκιά φροντίδα που της χάρισε. Του χαμογέλασε και μέσα της ευχήθηκε κάπως να του γυρίσει το καλό που της έκανε.
Έχοντας την εμπειρία κάποιου που τη φρόντισε, χωρίς να είναι αναγκασμένος, αφέθηκε να φανταστεί μία άλλη ζωή για τον εαυτό της.
Ένα μέλλον στο οποίο θα χωρούσαν μόνο όσοι τη σέβονται και της φέρονται με απαλότητα.


Θα ξεκινούσε πρώτα από τον εαυτό της. Όχι άλλο γκρι. Όχι άλλα άνοστα φαγητά. Όχι άλλη μοναξιά.
Στη γειτονιά είχε ανοίξει μία σχολή παραδοσιακών χορών. Η άνοιξη είχε αρχίζει να βάφει τον κόσμο με παλ χρώματα. Η γειτόνισσα την είχε πολλάκις προσκαλέσει να πάνε βόλτα κάπου έξω από τους τοίχους των σπιτιών τους. Και είχε χρήματα στην άκρη για μια μικρή ανακαίνιση στο σπίτι. 


Τι γλυκιά που ήταν η ζωή όταν δε φερόταν στον εαυτό της όπως της έμαθε ο πατέρας!
 






 






Comments

Popular Posts