MΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΣΤΑΛΜΕΝΗ ΚΟΡΗ ΜΕ ΤΟ ΚΑΦΕ ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ
Η Μπέρτα δούλευε πολύ. Ήταν σερβιτόρα σε ένα μικρό καφέ στη Σεβίλλη. Ξεκινούσε τη βάρδιά της κάθε μέρα στις 3 το μεσημέρι και τελείωνε αργά το βράδυ, αφού καθάριζε όλο το μαγαζί και πετούσε τα σκουπίδια. Με το πράσινο φιστικί παλτό της, έπαιρνε τα ντροπαλά της βήματα και κατηφόριζε για το σπίτι. Κουρασμένη όπως ήταν, έπεφτε να κοιμηθεί, χωρίς όνειρα, και πάντα με τη θλίψη ενός παιδιού που μόλις το μαλώσανε. Μια μέρα το αφεντικό της ήταν έξω φρενών. Οι παραγγελίες είχαν έρθει λάθος, έξω έβρεχε και ο κόσμος δεν κινούταν, οι λογαριασμοί παραήταν ακριβοί και η γυναίκα του παραήταν απόμακρη. Κάπου έπρεπε να ξεσπάσει όλο αυτό το κόκκινο πυροτέχνημα που ξεκινούσε από τα σωθικά του και γέμιζε το σώμα του με λάβα. Δε λογάριασε ούτε την ευγένεια ούτε τη φιλοτιμία της. Δε λογάριασε που πάντα του φερόταν με σεβασμό και γλυκύτητα, τόση που δεν είχε δει ποτέ του. Δε λογάριασε την ευαίσθητη ψυχή της που κρεμιόταν από μια τόση δα κλωστίτσα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι κάπου έπρεπε να ξεράσει τη λά