Ο Αντωνάκης

Τα σωθικά μου διαμαρτύρονται,

γυρνάνε και γυρνάνε και πονούν

και ούτε εγώ ούτε οι γιατροί δεν ξέρουμε

τι έχουν κι έτσι με χτυπούν.


Θες να ‘ναι που ‘χασα

τον Αντωνάκη μου προχτές;

Ο θρήνος στην καρδιά μου έκοψε

χίλιες μικρές κλωστές.


Αυτές είναι που μας ένωναν, 

και την αγάπη έπλεκαν ολημερίς

και όταν ταξίδι εκίνησε, τις μέρες έχασα

περνούν, και μια και δυο και τρεις.


Η εικόνα και τα λόγια του σφιγμένα στο μυαλό μου

το καπελάκι το μπορντό

γιλέκα και πουκάμισα

που δεν θα ξαναδώ

(Δυο τρία ρούχα έκλεψα, για να ‘χω να θορρώ)


Εκείνος μου αγόραζε λουκουμαδάκια και χαλβά

και από περηφάνια έσκαγε σαν έβλεπε τους βαθμούς μου

στους συγγενείς μιλούσε, δάκρυζε

κι εκαμάρωνε των κόπων τους καρπούς μου.


«Γειά σου πασά μου», μου λεγε

σα να ‘ταν η πιο μεγάλη φιλοφρόνηση

αφού δυο γιούς μεγάλωσε

κι άλλη δεν ήξερε προσφώνηση.


Πολύ γελούσαμε μαζί

κι εγώ τον έλεγα «Πασάρα»

και που δεν άκουγε καλά

δεν έδινα δεκάρα.


Και τώρα που μας έφυγε απ’ την κακιά άρρωστια

αναρωτιέμαι να ‘ναι πού;

Γλυκέ μου Αντωνάκη,

αγαπημένε μου παππού.


Τον ύπνο μου επισκέφτηκες ξημέρωμα Ανάστασης

κι ήσουν χαρούμενος, γιατί

στο κρεβατάκι σου ανταμώσαμε

και σου ‘πα «Σ’ αγαπώ πολύ».



Στον Πλαταμώνα που αγαπούσες

ξέρω θα είσαι κάθε καλοκαίρι

και θα ‘ρχομαι παρέα να σου κάνω

εκεί που κολυμπούσες κάθε μεσημέρι.


Comments

Popular Posts