MΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΣΤΑΛΜΕΝΗ ΚΟΡΗ ΜΕ ΤΟ ΚΑΦΕ ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ

Η Μπέρτα δούλευε πολύ. Ήταν σερβιτόρα σε ένα μικρό καφέ στη Σεβίλλη. Ξεκινούσε τη βάρδιά της κάθε μέρα στις 3 το μεσημέρι και τελείωνε αργά το βράδυ, αφού καθάριζε όλο το μαγαζί και πετούσε τα σκουπίδια. Με το πράσινο φιστικί παλτό της, έπαιρνε τα ντροπαλά της βήματα και κατηφόριζε για το σπίτι. Κουρασμένη όπως ήταν, έπεφτε να κοιμηθεί, χωρίς όνειρα, και πάντα με τη θλίψη ενός παιδιού που μόλις το μαλώσανε. 



Μια μέρα το αφεντικό της ήταν έξω φρενών. Οι παραγγελίες είχαν έρθει λάθος, έξω έβρεχε και ο κόσμος δεν κινούταν, οι λογαριασμοί παραήταν ακριβοί και η γυναίκα του παραήταν απόμακρη. Κάπου έπρεπε να ξεσπάσει όλο αυτό το κόκκινο πυροτέχνημα που ξεκινούσε από τα σωθικά του και γέμιζε το σώμα του με λάβα. Δε λογάριασε ούτε την ευγένεια ούτε τη φιλοτιμία της. Δε λογάριασε που πάντα του φερόταν με σεβασμό και γλυκύτητα, τόση που δεν είχε δει ποτέ του. Δε λογάριασε την ευαίσθητη ψυχή της που κρεμιόταν από μια τόση δα κλωστίτσα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι κάπου έπρεπε να ξεράσει τη λάβα που τον έκαιγε. Το καχεκτικό της κορμάκι του φάνηκε, ξαφνικά, σαν μια υπέροχη ιδέα. Με αφορμή πως, δήθεν λέει, δεν ξεσκόνισε καλά το τραπέζι νούμερο 5, την τράβηξε πίσω από την κουζίνα και άρχισε να ουρλιάζει μπροστά από το σαστισμένο πρόσωπό της. Και τι δεν της είπε, και τι βρισιά δεν κατέβασε ο νους του. Ήταν λες και έβλεπες ένα καπνισμένο τρένο να τρέχει και να τρέχει, κόβοντας κάθε μικρό κλαράκι στην περασιά του. Οι προσβολές έπεφταν βροχή και κάπως έτσι έπεφτε κι η Μπέρτα σε μια γνώριμη ψυχική λακούβα. Τον κοιτούσε αμίλητη και φοβισμένη, κι ευχόταν να τελειώσει. Οι κόρες της είχαν διασταλεί, το πρόσωπό της ήταν γεμάτο σύννεφα έτοιμα να αποσυντεθούν σε χιλιάδες μικρές σταγόνες και να βγουν μέσα από τα μάτια της.


Τα μάτια της. Είχαν κάτι αποσυνδεδεμένο, φαινόταν σαν υπνωτισμένη. Λες και δεν τον άκουγε πια. Σιγά σιγά και ύπουλα, μιαν άλλη φωνή ξεπετιόταν από κάτι ξεχασμένα συρτάρια του μυαλού της.
Εκεί που σίγουρα είχε καιρό να ξεσκονίσει. 




Μέσα από τη διεσταλμένη κόρη με το καφέ περίβλημα, η Μπέρτα ήταν και πάλι μικρό κοριτσάκι. 

Ήταν δεν ήταν τεσσάρων χρονών. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα και δυνατά. Πιο γρήγορα και πιο δυνατά απ αυτό που θα έπρεπε να χτυπά η καρδιά ενός μικρού παιδιού. Τα μάτια της ήταν υγρά, τα σύννεφα είχαν ήδη αρχίσει να βρίσκουν το δρόμο τους πάνω στα μικρά της μάγουλα. Δεν έβγαζε όμως φωνή. Κιχ δεν έκανε. Μέχρι και την ανάσα της κρατούσε. Κοιτούσε τρομαγμένη και πληγωμένη τον άντρα που είχε μπροστά της. Έναν άντρα που της φώναζε, την μείωνε, άνοιγε το στόμα του και άφηνε να τρέξουν λόγια αιχμηρά που δεν σκεφτόταν πολύ. Λόγια που μπήγονταν σαν μαχαιράκια στην ψυχή της που μόλις τώρα έπιανε να ανθίσει.



Όλοι το ξέραν πως ο πατέρας της δεν ήξερε να συγκρατεί την οργή του.

Αν το παρακολουθούσαμε σα θεατές, θα βλέπαμε ένα μικρό κορίτσι και ένα μεγάλο άντρα σκυμμένο στο ύψος του, να αναμετριούνται σε μια άνιση μάχη στην οποία έχανε πάντα εκείνο. Το δάχτυλό του πατέρα πήγαινε πέρα δώθε επιδεικτικά. Ο τόνος της φωνής του θα τρόμαζε ακόμα κι έναν ενήλικα. Αφού τελείωνε το κήρυγμά του, σηκωνόταν στα πόδια του και ορθωνόταν μπροστά της σαν ένας κακός γίγαντας έτοιμος να τη λιώσει. Καμιά καταραμένη φορά, η παλάμη του άνοιγε δείχνοντάς το εσωτερικό της, με τα δάχτυλα κολλημένα και απειλητικά, σαν πέντε φουρκισμένα στρατιωτάκια. Σαν και το βλεπε εκείνη, άρχιζε να απομακρύνεται βάζοντας το ένα πόδι πίσω από το άλλο, και χωρίς ποτέ να ξεκολλά το βλέμμα της από πάνω του, μην τυχόν και τον χάσει απ τα μάτια της και η παλάμη βρεθεί στο μάγουλό της. Κατά το δυνατόν, του κρυβόταν όσο μπορούσε. Ευχόταν να μην τον πετύχει στο διάδρομο και να μην είχε κακή μέρα. 

Δεν ήταν μοναχά έτσι ο πατέρας. Που και που της χαμογελούσε γλυκά, της έφερνε τσούρος με σοκολάτα και την πείραζε φωνάζοντάς την "κοτοπουλάκι". Ήταν στις καλές του μέρες τότε, καταλάβαινε εκείνη. Και μπορούσε να ανασάνει κάπως πιο ήρεμα, αλλά ποτέ τόσο ήρεμα όσο τα άλλα παιδάκια. Οι κακές μέρες του μπορεί να ήταν ακριβώς στην επόμενη στροφή. Ποιος να ξερε; Εκείνη έπρεπε να είναι έτοιμη. Έβαζε την καρδούλα της να δουλεύει βράδυ πρωί υπερωρίες για να την κρατά σε επαγρύπνηση. Εκείνος τη διαβεβαίωνε, μάλιστα, πως, όποτε χρειαζόταν, θα την προστάτευε από κάθε απειλή. Ποια απειλή όμως να την τρομάξει εκείνη;

Κανένα δε φοβήθηκε ποτέ όσο τον πατέρα της.  

Όσο κι αν τον κοιτούσε με τα γλυκά ματάκια της, περιμένοντας να την αφήσει να του δείξει την αγάπη της, τόσο εκείνος αρματωνόταν πίσω από τους προστατευτικούς του τοίχους. Ήταν αδύνατο να τον φτάσει. Τον αγαπούσε, όσο μπορούσε, από μακριά, και τον φοβόταν. Φόβος και αγάπη ήταν ένα μέσα της.  




Μέσα από τη διεσταλμένη κόρη με το καφέ περίβλημα, η Μπέρτα ήταν και πάλι στο μικρό καφέ.

Το αφεντικό της είχε πια ξεράσει όλη τη λάβα του και καθόταν στην ξύλινη καρέκλα.
Η Μπέρτα όμως δεν ήταν εκεί. Ο νους της έτρεχε πίσω στον πατέρα και αναρωτιόταν πως θα ήταν, άραγε, αν κατάφερνε να κάνει ένα ταξίδι στη δική του διεσταλμένη κόρη. Τι πόνο θα αντίκριζαν τα μάτια της εκεί. Ποιος πόνος κάνει ένα πατέρα να δηλητηριάζει έτσι το μικρό του κοριτσάκι;
Σφάλισε σφιχτά τα μάτια κι άφησε ένα καυτό διαμαντάκι να κυλίσει.

Τι πικρό να θέλει κανείς να αγαπήσει έναν τέτοιον άνθρωπο. Εσωτερικά αδούλευτο, ακατέργαστα σκληρό, πληγωμένα θωρακισμένο. Τι πικρό.



Πήρε το φιστικί της παλτό και κίνησε για το σπίτι. 

Comments

Popular Posts