Ένας κόμπος σαν περιδέραιο

Η Νίνα είχε μία κόρη εννιά χρονών. Η κόρη της ήταν ένα ζωηρό, περιπετειώδες και αστείο πιτσιρίκι που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ήταν πολύ πεισματάρα και ακόμη περισσότερο γκρινιάρα. Μα όλοι την αγαπούσαν για το τσαγανό και την αυτοπεποίθησή της. Η Νίνα απορούσε πως έβγαλε ένα τόσο δυναμικό παιδί αφού η ίδια ήταν αρκετά αγχώδης και μαζεμένη. Θαρρείς και ζούσε τη ζωή από μακριά, φοβισμένη, περιμένοντας την επόμενη αναποδιά. Είχε, βέβαια, κι εκείνη τις δικές της χάρες. Ήταν ευαίσθητη, συμπονετική, αξιόπιστη και δημιουργική. Έβλεπε, όμως, πως η κόρη της ήταν φτιαγμένη από άλλο υλικό. Η ψυχή τους είχε βουτήξει σε διαφορετικά χρώματα. Της κόρης της η ψυχούλα ήταν πορτοκαλιά και κίτρινη και κάποιες φορές, λαχανί. Η δική της είχε αγγιχτεί από χρώματα παλ. Ροζ, λιλά και γαλάζιες πιτσιλιές στόλιζαν το μέσα της. 

Απ τη μια, ήξερε πως η κόρη της γεννήθηκε με αυτή την ιδιοσυγκρασία. Ήξερε πως όλα τα παιδιά έρχονται στον κόσμο προικισμένα με κάποια χαρακτηριστικά ή κάποιες τάσεις ήδη διαλεγμένες από πριν. Αλλά διαισθανόταν πως δεν ήταν μονάχα αυτή η ειδοποιός διαφορά τους. Η απάντηση ήρθε ένα απόγευμα του Αυγούστου που είχε πάει με την κόρη και το σύζυγό της στη θάλασσα.


Η μικρή έπαιζε για ώρα με το μπαμπά της στη θάλασσα. Του ζητούσε να τη βουτήξει, να την πετάξει, να την κυνηγήσει, να τη βρέξει κι ό,τι άλλο κατέβαζε το μυαλουδάκι της. Η Νίνα έβλεπε το πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, άκουγε τα χαχανητά της, ένιωθε στην καρδιά της τη δόνηση από την πολύτιμη χαρά της. Είχε περάσει μία ώρα όταν ο μπαμπάς της μικρής της είπε πως κρύωσε και πως θα βγει τώρα από τη θάλασσα. Εκείνη άρχισε να παραπονιέται και να αρνείται αυτή την απόφαση, να λέει πως δεν παίξανε αρκετά, πως ήταν λίγα μόνο λεπτά. Ο θυμός σχηματίστηκε στο προσωπάκι της και σαν δύο μαύρα πουλιά έκατσε πάνω στα φρύδια της. Η Νίνα παρακολουθούσε τη σκηνή από κοντά. Όταν συνειδητοποίησε πως ο μπαμπάς όντως θα σταματούσε να παίζει μαζί της, δίπλα στο θυμό πήγε και έκατσε μια μαραμένη λύπη. Η Νίνα προσπάθησε να την καθησυχάσει, να της πάρει την προσοχή, να της πει να έρθει κοντά της, μα εκείνη ήταν απαρηγόρητη. Όχι με δυνατά κλάματα, μα με μια βουβή θλίψη που την πήρε μακριά από τους ανθρώπους, τον ήλιο, τα χαχανητά. Σταμάτησε να συνδέεται. Κλείστηκε στον εαυτό της και για κάποια ώρα, έμεινε στο καβούκι της να θρηνεί σιωπηλά. Δεν έδειχνε πια ενδιαφέρον για τα κύματα, δεν είχε πια επιθυμίες και ιδέες. Σα να αποστραγγίστηκε από τη ζωή. 

Αυτό κράτησε γύρω στα πέντε με δέκα λεπτά. Μετά το πέρας τους, η ισορροπία αποκαταστάθηκε και πάλι μέσα της γιατί θυμήθηκε πως εξάλλου, ο μπαμπάς έπαιζε κάθε μέρα μαζί της και το βράδυ της έκλεινε τα πατζούρια, της έδινε φιλάκι και της έλεγε "Καληνύχτα κατσαριδάκι". Τις Τρίτες την πήγαινε στο καράτε και την περίμενε να τελειώσει και τα Σαββατοκύριακα τη συνόδευε στο πάρκο να παίξει με τις φίλες της. Ήξερε πως η απουσία του δε θα κρατούσε για πολύ και σύντομα θα ήταν και πάλι κοντά της, με την προσοχή του στραμμένη πάνω της, έτοιμος να φροντίσει κάθε ανάγκη της.

Δέκα λεπτά μετά, λοιπόν, η μικρή είχε καταφέρει να επεξεργαστεί συναισθηματικά το μικρό αποχωρισμό με το μπαμπά της και μπορούσε πια να στρέψει την προσοχή της στον κόσμο που ανοιγόταν μπροστά της. 


Καθώς έβλεπε την κόρη της να περνάει από αυτή τη διαδικασία, η Νίνα απορροφήθηκε από σκέψεις που οδήγησαν τη μνήμη της πολύ πολύ παλιά, στα δικά της παιδικά χρόνια. Σκέφτηκε τι θα έκανε εκείνη αν της είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. Μα δε θα της συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Γιατί ο δικός της μπαμπάς δεν ήταν ποτέ εκεί έτσι κι αλλιώς. Δούλευε όλη μέρα κι όταν δε δούλευε, καθόταν μπροστά από τον καναπέ και κοιτούσε με απάθεια την τηλεόραση. Δεν τη ρωτούσε πως ήταν η μέρα της, δε διάβαζε μαζί της κι ούτε την πήγαινε βόλτες. Λίγες φορές έριχνε το βλέμμα του πάνω της, σπάνια χαχάνιζε μαζί της και ποτέ δεν της έδινε αγκαλιά για καληνύχτα. Αν ποτέ του ζητούσε να παίξει μαζί της, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια. "Δε βλέπεις πόσο κουρασμένος είμαι; Δουλεύω όλη μέρα για εσάς. Άφησέ με στην ησυχία μου". 

Έτσι, η Νίνα σχεδόν δεν τον θυμόταν όταν σκεφτόταν τα παιδικά της χρόνια. Σα να μην ήταν εκεί.  


Η Νίνα έβλεπε πια ξεκάθαρα τι την ξεχώριζε από τη μικρή της κόρη.

Αν τόση μεγάλη λύπη είχε δει να σχηματίζεται στο πρόσωπο του παιδιού της μετά από τόσο παιχνίδι με έναν μπαμπά που ενδιαφερόταν, δε μπορούσε καν να διανοηθεί τη δική της καθημερινή, δυσβάσταχτη, βαριά και συνεχόμενη λύπη από έναν μπαμπά που αγνοούσε την ύπαρξή της. Την απάθεια στο δικό της προσωπάκι, που κανείς δεν παρατήρησε. Τους δικούς της φόβους που κανείς δεν καθησύχασε. Τα σιωπηλά της δάκρυα ενώ χτένιζε την κούκλα της. Τη μεγάλη της απορία. Γιατί, μπαμπά, δεν με βλέπεις; Δεν είμαι αρκετά έξυπνη και αστεία και αξιαγάπητη; Μήπως δεν είμαι αρκετή για να με αγαπήσεις;


Ένας τσουχτερός κόμπος έκλεισε το λαιμό της σαν περιδέραιο.
Κοίταξε το μπαμπά της κόρης της και "Σ'ευχαριστώ", του είπε. Γιατί ήξερε πως διάλεξε σωστά. Και αυτό θεράπευε και τη δική της πληγή. Μια πληγή που την πονούσε κάθε μέρα. 

Comments

Popular Posts