Ο εφιάλτης


"Δεν είναι παιχνίδι!" , ούρλιαξε και πετάχτηκε από το κρεβάτι σαν κάποιος να την τράβηξε με τη βία. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά σαν ένα ηχηρό τύμπανο ,από αυτά που θα τάραζαν και τα πιο ήρεμα νερά. Ήταν λουσμένη στον ιδρώτα. Η Άννα προσπάθησε να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται, τί συνέβη. "Ο εφιάλτης πάλι", σκέφτηκε απογοητευμένα προσπαθώντας να βρει την αναπνοή της. Τον τελευταίο καιρό αυτό το όνειρο ερχόταν ξανά και ξανά για να αναστατώσει τα βράδια της. Ξάπλωσε με αργές κινήσεις, σχεδόν ευλαβικά, τρομοκρατημένη πως θα κλείσει τα μάτια και ο εφιάλτης θα την περιμένει εκεί. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, αποφάσισε θαρραλέα να του δώσει χώρο στο μυαλό της. Να τον επεξεργαστεί. Σκέφτηκε πως ο εαυτός της, για να επαναφέρει το ίδιο όνειρο, μάλλον είχε κάτι να της πει.

   Ήταν, λέει, στο πατρικό της, όπου θα τους επισκεπτόταν μία ξαδέρφη της μητέρας της. Το όνομά της ήταν Άιντα. Η Άννα υποδέχτηκε εκείνη και μία φίλη ,που έφερε μαζί της, με χαμόγελο. Σύντομα, αυτό άρχισε να σβήνει, όταν αισθάνθηκε στην αύρα αυτής της γυναίκας κάτι πολύ θλιβερό. Βλέπετε, συνήθιζε να αντιλαμβάνεται τα ψυχικά κύματα που εξέπεμπαν οι γύρω της. Κάτι, λοιπόν, σε αυτή τη γυναίκα έμοιαζε πολύ σκοτεινό. Ήταν , όμως, ακόμη απροσδιόριστο στην Άννα του ονείρου. Η Άιντα και η φίλη της κάθισαν στο σαλόνι του σπιτιού και όλες μαζί ξεκίνησαν να συζητούν. Το μυαλό της Άννας έτρεχε μακριά από όσα συζητούσαν. Παρατηρούσε εξονυχιστικά την περίεργη γυναίκα. Ήταν γύρω στα 35. Το πρόσωπό της είχε κάτι το αποκρουστικό για την Άννα. Της θύμιζε μια δραματική ηθοποιό που είχε παρακολουθήσει μια φορά στην πρωτεύουσα. Η ηθοποιός αυτή είχε ένα πραγματικά καταθλιπτικό ρόλο. Έπαιζε γυμνή κι εκτεθειμένη σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, έβριζε και έκλαιγε συνεχώς σέρνοντας τα πόδια της σαν νεκρή. Φαινόταν τόσο ευαίσθητη και θλιμμένη. Η συσχέτιση μεταξύ αυτής και της Άιντα συνέβη σχεδόν αυτόματα παρά το γεγονός πως η Άννα δεν είχε προλάβει να ανταλλάξει πολλές κουβέντες μαζί της. 
   Συζητούσαν για τις οικογένειες τους. Τους γονείς τους. Πού ζει ο καθένας, αν είναι καλά. Ύστερα από λίγο, οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν. Το μυστικό της Άιντα αποκαλύφτηκε. Η μάσκα έπεσε και η σκοτεινή φύση της πήρε τα ηνία. Η Άιντα ξαφνικά και χωρίς κανένα προφανή λόγο άρχισε να κλαίει με λυγμούς, τόσο πολύ, τόσο απελπιστικά πολύ που η Άννα νόμιζε πως την είδε να συρρικνώνεται. Και να συρρικνώνεται και να συρρικνώνεται... Ώσπου η Άννα είχε πλέον μπροστά της ένα μικρό παιδί, ένα μωρό. Δεν πίστευε στα μάτια της. Κοίταξε τη φίλη της Άιντα, αναζητώντας απελπισμένα μία εξήγηση. Την κοίταξε σοβαρά καθώς ήταν φανερό σε εκείνη πως η Άιντα είχε κάποιο μεγάλο πρόβλημα. Η φίλη της, όμως, την καθησύχασε. «Συμβαίνει συχνά», της είπε. «Μα τι λες;», φώναξε η Άννα, «Πρέπει να κάνουμε κάτι. Δεν είναι παιχνίδι! Η Άιντα χρειάζεται βοήθεια. Μας χρειάζεται». Όμως, κανείς δεν βοηθούσε. Κανείς δεν καταλάβαινε την έκταση του πόνου της. Μόνο εκείνη.
   Η Άννα ταραγμένη, ανέλυε στο μυαλό της τα όσα έβλεπε. Πώς μπορούσε αυτό να συμβαίνει; Ξάφνου, απέκτησε αυτή τη θεωρία, πως οι γονείς της Άιντα δεν της έδωσαν τη σημασία που χρειαζόταν όταν ήταν μωρό. Δεν της είπαν όλα τα σωστά λόγια. Δεν την καθησύχασαν αρκετά. Κι έτσι, αυτή συνεχώς γυρίζει πίσω. Εκτός αυτού,σκεφτόταν η Άννα,όταν κανείς κλαίει και δεν μπορούμε να βρούμε στο παρόν τι το προκαλεί, πιθανότατα ψάχνουμε σε λάθος μέρος.
   Έχοντας αυτές τις σκέψεις να τριβελίζουν το νου της ,πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Δεν μπορούσε άλλο να βλέπει την Άιντα να χτυπιέται. Έφερε το μωρό στην αγκαλιά της και είδε πως εκείνο έκλαιγε τόσο απαρηγόρητα που δεν είχε τη δύναμη να αναπνεύσει. Τότε άρχισε να του μετρά : "1,2,3 εισπνοή, 1,2,3 εκπνοή". Αυτό το είχε μάθει από μικρή, όταν την ταλαιπωρούσαν κρίσεις πανικού. Παράλληλα, του χάιδευε το εύθραυστο αυτό κεφαλάκι που φαινόταν έτοιμο να εκραγεί. Ήθελε να του πει όλα εκείνα τα λόγια που δεν άκουσε. «Ησύχασε», του έλεγε ήρεμα, σαν μάνα , «Είμαι εδώ. Τίποτα κακό δεν θα σου συμβεί». Και η Άννα χάιδευε το μωρό και το κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά της, έξαλλη που μόνο εκείνη μπορούσε να δει πως δεν ήταν ένα παιχνίδι.

   Τα σκεφτόταν όλα αυτά ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Αυτό το όνειρο την προβλημάτιζε περισσότερο απ' ό, τι θα έπρεπε. Λες και έξυνε κάποια κρυμμένη μα βαθιά πληγή. Και τότε, το ένιωσε σαν κεραυνό στο κορμί της.

"Είμαι εγώ!", φώναξε με φρίκη. Τα μάτια της ορθάνοιχτα πετάχτηκαν απ’ τις κόγχες τους, θυμίζοντας μάτια κάποιας τραγικής ηρωίδας. Η σκέψη μεταμορφώθηκε σε λόγια που έμοιαζαν με λυγμό και βγήκαν από το στόμα της σχεδόν καταναγκαστικά. Σαν κάπου να είχαν θαφτεί και πάσχιζαν να βγουν στην επιφάνεια. "Εγώ είμαι αυτή. Εγώ είμαι το μωρό που κλαίει. Εγώ είμαι αυτή που χρειάζεται βοήθεια. Εγώ ήθελα να αγαπηθώ κι άλλο. Εγώ, εγώ ,εγώ!". Τινάχτηκε πάνω κι άρχισε να κλαίει. Μετά από πολύ καιρό. Να κλαίει και να κλαίει, ώσπου τυλίχτηκε γύρω από τον εαυτό της. Έγινε ένα μικρό κουβαράκι, ταπεινωμένο, εγκαταλελειμένο.
   Η Άννα δημιούργησε την Άιντα για να δει τον εαυτό της αποκεντρωμένα. Να του στείλει το επείγον μήνυμα πως εθελοτυφλεί. Τώρα το έβλεπε. «Χρειάζομαι βοήθεια», ψέλλισε ανακουφισμένη. Ανακουφισμένη από τη συνειδητοποίηση όλων αυτών των συναισθημάτων που έκρυβε κάτω από το χαλί. «Δεν είναι παιχνίδι...». Η Άννα σκούπισε τα δάκρυα της και κοιμήθηκε ήρεμα, σαν ευτυχισμένο μωρό. Ένα μωρό που γνωρίζει ότι σύντομα θα αναζητήσει και θα πάρει την τροφή που τόσο λαχταρά. Είχε έρθει η ώρα για την Άννα να γίνει η μάνα του εαυτού της. Να τον φροντίσει όσο θα έπρεπε να το είχαν κάνει άλλοι.

 

Comments

Popular Posts