Ένα αλλόκοτο χωριό

      Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ακτή του Βορειονότιου Πόλου, κάθισε ένα κορίτσι. Ακούμπησε σε μια υπερβολικά μυτερή πέτρα για να ξεκουραστεί, όπως από μικρή έβλεπε τους συχωριανούς της να κάνουν,ακόμη κι αν για την ίδια δεν ήταν ποτέ τόσο βολικό. Παρατηρούσε κάποιους ναυτικούς απ το χωριό που έδειχναν πάντοτε αγριεμένοι χωρίς λόγο και όλο έβριζαν, διατηρώντας,όμως, μια περίεργη αδιαφορία γι αυτό, λες και το έβλεπαν από πάνω, λες και δεν το ζούσαν. Το κορίτσι δεν μπορούσε να το καταλάβει.
     Κοιτούσε με τα τεράστια μάτια της το τεράστιο πέλαγος, δίνοντας τροφή στη ρομαντική ψυχή της. Ξάφνου, όμως, η καρδιά της, πελώρια όσο και τα μάτια της  -άλλωστε, αυτά τα πράγματα βγαίνουν πάντα σε αναλογία-  χοροπήδησε και έπεσε μέσα στο νερό, λες και την καλούσαν οι σειρήνες. Το νερό δεν είχε καθόλου αλάτι κι έτσι η καρδιά έπεσε στον πάτο. Το κορίτσι έσκυψε να παρακολουθήσει την πτώση. Τότε το μυαλό της σα να της ψιθύρισε πως κάποιο πρόβλημα υπήρχε μα εκείνη δεν μπορούσε να το νιώσει. Θεώρησε πως το μυαλό της παίζει παιχνίδια κι έτσι, συνέχισε την πορεία της αδιάφορη. Άλλωστε, το πέλαγος,για κάποιο λόγο, ήταν πλέον μικροσκοπικό και το κορίτσι θα μπορούσε όποτε ήθελε να πάρει πίσω εκείνο το αντικείμενο που είχε χάσει. Τι ήταν αυτό , είπαμε; , αναρωτήθηκε το μικρό κορίτσι. Αφού δεν το θυμάμαι,μάλλον δε θα ήταν σημαντικό. Άσε που κάτι πρέπει να έχουν τα μάτια μου, γιατί δεν βλέπω πολύ καθαρά. Άρα, δεν μπορώ να το αναζητήσω αυτή τη στιγμή.
    Έφυγε, λοιπόν, απ την ακτή και πήγε στο σπίτι της. Η μητέρα της, που έπλενε τα πιάτα και καταριόταν ,ήρεμη, την ώρα και τη στιγμή που έκανε οικογένεια, την είδε και με ανέκφραστο πρόσωπο της είπε : Έγινες επιτέλους μεγάλη κοπέλα. Πάνε αυτά τα τρομακτικά τεράστια αυγά που είχες για μάτια. Το κορίτσι όμως -που πλέον ήταν μεγάλη κοπέλα- δεν κατάλαβε κι ούτε ενδιαφέρθηκε περαιτέρω να το κάνει. Σαν να μην την απασχολούσε τίποτα πλέον. Αισθανόταν κάπως κακόκεφη αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου.
     Την επομένη, μία φίλη της από παλιά την επισκέφτηκε στο χωριό. Μόλις η μεγάλη πια κοπέλα την αντίκρισε, έβαλε τα γέλια. Μα τι σου συμβαίνει; Τι ενυδρεία είναι αυτά που έχεις για μάτια; Απορώ πώς χωράνε στο κεφάλι σου, είπε στη φίλη της.Η φίλη της πικράθηκε με αυτό το σχόλιο αλλά δεν μίλησε. Παρατηρούσε μόνο πόσο ίδια είχαν μείνει όλα σε αυτό το αλλόκοτο και ανάποδο χωριό απ το οποίο οι γονείς της την είχαν απομακρύνει. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, σκεφτόταν, κυκλοφορούν εδώ κι εκεί, κάνουν τις δουλειές τους σαν χαμένοι, σαν αδιάφοροι και κοιμισμένοι. Κάθονται σε μυτερές πέτρες χωρίς να πονούν, ξύνουν τις πληγές τους χωρίς να ενδιαφέρονται που τρέχει αίμα ,μαλώνουν σαν τα σκυλιά και βρίζουν. Μα καλά,δεν ενδιαφέρονται για τα συναισθήματα, τα δικά τους και των άλλων; Και τότε η φίλη κατάλαβε. Δεν υπήρχαν συναισθήματα δικά τους ή των άλλων για να νοιαστούν.
    Και τότε θυμήθηκε τις νουθεσίες των γονιών της, λίγο πριν ξεκινήσει για το χωριό :  "Μακριά από την ακτή! Ξέρεις την ιστορία. Ο προπροπροπροπροπάππος σου ,ήταν δήμαρχος σε τούτο το χωριό. Όντας ασυνείδητος και σκληρός, βαρέθηκε να ακούει τα παράπονα των γύρω του σχετικά με την τραχιά του συμπεριφορά. Έτσι, εμφύτευσε ένα ύπουλο μηχανισμό στο ποτάμι που τραβούσε την καρδιά όποιου το πλησίαζε, για να τους κάνει όλους σαν και τον εαυτό του. Με τον καιρό, κανένας άνθρωπος δεν έμεινε με μεγάλα μάτια. Κι έτσι, κανείς δε μπορούσε να δει καθαρά την κατάσταση. Νόμιζαν πως η σμίκρυνση των ματιών σηματοδοτούσε την ωρίμανση. Έτσι έλεγε ο δήμαρχός τους. Τώρα είναι όλοι τους ζωντανοί αλλά νεκροί. Τα πράγματα γύρω τους δεν έχουν σημασία και γι αυτό τα βλέπουν όλα μικροσκοπικά. Έπρεπε λοιπόν να φύγουμε. Για να γλιτώσουμε από αυτό το κακό. Πήγαινε όσο προλαβαίνεις να σώσεις τη φίλη σου! " .
    Ήταν , όμως , πολύ αργά. Το μικρό κορίτσι ήταν μια μεγάλη πια κοπέλα. Η φίλη της, έπρεπε να πάρει δραστικά μέτρα. Πήγε στην ακτή και,σε συνεργασία με τους γονείς της, άπενεργοποίησε το μηχανισμό που ο μέγαλος εφευρέτης πρόγονός της είχε αφήσει κληρονομιά. Τόσα χρόνια που έλειπαν απ το χωριό, ερευνούσαν τον τρόπο λειτουργίας του για να τον καταστρέψουν. Φυσικά, είχε πάρει προστατευτικά μέτρα για τη δική της καρδιά. Έπειτα, με ένα γερανό μάζεψε από το νερό όλες τις πεταμένες  και χαμένες καρδιές, και τις απόθεσε στην πλατεία του χωριού. Φώναξε όλους τους ντόπιους, τοποθέτησε ένα μεγενθυντικό φακό μπροστά από το σωρό των καρδιών για να μπορέσουν με τα μικρά μάτια τους να τις διακρίνουν και τους εξήγησε το φρικτό έγκλημα. Έδειξαν να το εννοούν. Θυμήθηκαν πως κάποτε είχαν μια καρδιά και μεγάλα κοφτερά μάτια για να παρατηρούν τα πάντα. Τις πήραν πίσω και τις ξαναέβαλαν στη θέση τους.
   Τότε όλα άλλαξαν. Αισθάνθηκαν ελεύθεροι και χαρούμενοι ξανά, έβλεπαν καθαρά, μπορούσαν και να κλάψουν!

 Από εκείνη τη μέρα τίποτα δεν είναι ίδιο σε εκείνο το χωριό. Οι άνθρωποι αγκαλιάζονται ξανά, κάνουν γιορτές και χτίζουν σχέσεις με σημασία.

   Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


   Εμείς καλύτερα γιατί δεν μάθαμε από πρώτο χέρι πως αρκεί ένας άνθρωπος για να πείσει τους υπόλοιπους πως μπορούν να ζήσουν χωρίς καρδιά. Κι αρκεί, επίσης, ένας άνθρωπος για να τους θυμήσει  πόσο πολύ τη χρειάζονται.

Comments

Popular Posts